- καταβρέξῃ
- καταβρέξηι , κατάβρεξιςsoakingfem dat sg (epic)καταβρέχωdrenchaor subj mid 2nd sgκαταβρέχωdrenchaor subj act 3rd sgκαταβρέχωdrenchfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάβρεξη — η (Α κατάβρεξις) [καταβρέχω] το κατάβρεγμα … Dictionary of Greek
βρέχτης — ο [βρέχω] 1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης») 2. η υδρορροή της στέγης 3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου … Dictionary of Greek
επικαταιόνησις — ἐπικαταιόνησις, ἡ (Α) νέα καταιόνησις*, επίσχυση νερού, κατάβρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταιόνησις «κατάβρεξη»] … Dictionary of Greek
ανισόστιχος — (anisostichus). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βιγνονειδών, με ακαθόριστο πλήθος ειδών. Είναι φυτά αναρριχητικά, ελικοφόρα, ταχυαυξή, αειθαλή, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα αντίθετα, σύνθετα χωρίς παράφυλλα… … Dictionary of Greek